- ανέμισμα
- το-ατoς1. το αέρισμα, το κυμάτισμα: Η μάχη συνεχιζόταν, αλλά και το ανέμισμα της σημαίας στο κοντάρι του φρουρίου.2. το λίχνισμα: Είχαν αρχίσει στα αλώνια το ανέμισμα του σταριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.