ανέμισμα

ανέμισμα
το
-ατoς
1. το αέρισμα, το κυμάτισμα: Η μάχη συνεχιζόταν, αλλά και το ανέμισμα της σημαίας στο κοντάρι του φρουρίου.
2. το λίχνισμα: Είχαν αρχίσει στα αλώνια το ανέμισμα του σταριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανέμισμα — το [ανεμίζω] 1. το λίχνισμα 2. η κίνηση της ανέμης …   Dictionary of Greek

  • ανέμωσις — ἀνέμωσις, η (Μ) ανέμισμα, άπλωμα στον αέρα …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστής, ο — ανεμιστής, o, θηλ. ίστρια ο εργάτης ή η εργάτρια που κάνει στο αλώνι τo ανέμισμα του σταριού, κριθαριού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”